διαθέσιμος

διαθέσιμος
-η, -ο
1. αυτός που μπορεί να διατεθεί ή χρησιμοποιηθεί
2. (για στρατιωτικό ή πολιτικό υπάλληλο) αυτός που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα
3. αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη
4. (οικ.) (σε πληθ.) τα διαθέσιμα (ενν. κεφάλαια)
αξίες ρευστοποιήσιμες ή σε μετρητά, καθώς και εμπορεύματα παραδοτέα αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαθέσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τη διάθεσή μας: Δεν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος για ψυχαγωγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • αδειά — η 1. διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία: Μακάρι να είχα αδειά σήμερα! 2. διαθέσιμος χώρος, ευρυχωρία: Δεν έχουμε αδειά στο σπίτι για να σας κρατήσουμε να κοιμηθείτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία …   Dictionary of Greek

  • εφεδρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφεδρεία ή στον έφεδρο, ο διαθέσιμος να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης («εφεδρικά στρατεύματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”